εφεδρανον

εφεδρανον
    ἐφέδρανον
    ἐφ-έδρᾰνον
    τι анат. седалище Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "εφεδρανον" в других словарях:

  • εφέδρανον — ἐφέδρανον, τὸ (Α) [εφέδρα] 1. το μέρος πάνω στο οποίο κάθεται κάποιος, το κάθισμα, η έδρα («τὸ μὲν οἷον ἐφέδρανον γλουτός», Αριστοτ.) 2. το κάθισμα 3. φρ. «ἐφέδρανον ὄργανον» μηχάνημα πάνω στο οποίο κάθονταν οι εγχειριζόμενοι 4. στάβλος …   Dictionary of Greek

  • ἐφέδρανον — that on which one sits neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφεδράνου — ἐφέδρανον that on which one sits neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφεδράνων — ἐφέδρανον that on which one sits neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφέδρανα — ἐφέδρανον that on which one sits neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»